- ακαλίγωτος
- -η, -ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω]1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει2. ο ξυπόλητος3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται5. ο αγάμητος.
Dictionary of Greek. 2013.